είσαστε
Смотреть что такое "είσαστε" в других словарях:
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
άπαις — ο, η (AM ἄπαις, αιδος) όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν) αρχ. 1. χωρίς παιδιά 2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.) β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.) γ) «ἄπ ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν»… … Dictionary of Greek
δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… … Dictionary of Greek